- ερωτοτρόφος
- ἐρωτοτρόφος, -ον (Α)η τροφός ή η μητέρα τού έρωτα, δηλ. η Αφροδίτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + -τροφός < τρέφω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρωτοτρόφος — the nurse masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek